- αδημονώ
- [адимоно] р. проявлять нетерпение
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἁδημονῶ — ἀδημονῶ , ἀδημονέω to be sorely troubled pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδημονῶ , ἀδημονέω to be sorely troubled pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek
αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδημονῶ — ἀδημονέω to be sorely troubled pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδημονέω to be sorely troubled pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
αδήμων — ἀδήμων ( όνος), ον (Α) αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ] … Dictionary of Greek
αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια … Dictionary of Greek
αδημοσύνη — ἀδημοσύνη, η (Α) [ἀδημονῶ] η αδημονία* … Dictionary of Greek
αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] … Dictionary of Greek